- στράτεμα
- (I)το, Νβλ. στράτευμα.————————(II)το, Ν [στρατεύω (II)]1. μτφ. περιφορά («στού πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος», Ερωτόκρ.)2. φρ. «στού κύκλου τα στρατέματα»(στον Ερωτόκρ.)οι στροφές τής τύχης.
Dictionary of Greek. 2013.