στράτεμα

στράτεμα
(I)
το, Ν
βλ. στράτευμα.
————————
(II)
το, Ν [στρατεύω (II)]
1. μτφ. περιφορά («στού πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «στού κύκλου τα στρατέματα»
(στον Ερωτόκρ.)
οι στροφές τής τύχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”